ατράνταχτος

ατράνταχτος
-η, -ο·1. ακλόνητος, αμετακίνητος, στερεός
2. ακράδαντος, αδιάσειστος («ατράνταχτα επιχειρήματα»)
3. (για πράγματα) τρανός, επιβλητικός, τεράστιος («ατράνταχτη προίκα, περιουσία»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ατράνταχτος — ατράνταχτος, η, ο και ατράνταγος, η, ο επίρρ. α 1. ακλόνητος: Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε είναι ατράνταχτα. 2. επιβλητικός, μεγαλόπρεπος: Έχει περιουσία αντράνταχτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάσειστος — η, ο (Α ἀδιάσειστος, ον) [διασείω] αυτός που δεν μπορεί να διασειστεί, να κλονιστεί, ακλόνητος, ατράνταχτος, ασφαλής, σταθερός …   Dictionary of Greek

  • ακράδαντος — η, ο (Α ἀκράδαντος, ον) [κραδαίνω] αυτός που δεν κλονίζεται, άσειστος, ακλόνητος, ατράνταχτος …   Dictionary of Greek

  • αμάχητος — η, ο (Α ἀμάχητος, ον) νεοελλ. αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια) αρχ. 1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος 2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη 3. ο δίχως μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μαχητός < μά χομαι. ΠΑΡ. αμαχητί] …   Dictionary of Greek

  • ατίναχτος — η, ο (AM ἀτίνακτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να τιναχτεί αρχ. μσν. ακίνητος, ατράνταχτος …   Dictionary of Greek

  • ριζιμιός — ά, ό, Ν 1. αυτός που είναι στερεωμένος ακλόνητα με βαθιές ρίζες στη γη και προεξέχει στην επιφάνεια της («να βρω κλωνάρι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι», δημ. τραγούδι) 2. (κατ επέκτ.) ακλόνητος, ατράνταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ῥιζιμίος <… …   Dictionary of Greek

  • άσειστος — η, ο επίρρ. α ακλόνητος, ατράνταχτος, ασάλευτος: Στις απόψεις του εκείνες μένει πάντα άσειστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαρασάλευτος — η, ο επίρρ. α σταθερός, ακλόνητος, ατράνταχτος: Με όλες τις ταλαιπωρίες που είχε, η πίστη στις ιδέες του ήταν απαρασάλευτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”